- ξυλάδικο
- τοκατάστημα όπου πουλιέται οικοδομήσιμη ή καύσιμη ξυλεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυλάδικο — το 1. κατάστημα στο οποίο πωλείται ξυλεία, ξυλεμπορικό 2. κατάστημα όπου πωλούνται καυσόξυλα ή κάρβουνα … Dictionary of Greek
ξυλεμπορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλέμπορο ή στο ξυλεμπόριο 2. το ουδ. ως ουσ. το ξυλεμπορικό κατάστημα όπου πωλείται ξυλεία, ξυλάδικο … Dictionary of Greek
ξυλοπώλιον — ξυλοπώλιον, τὸ (Α) [ξυλοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται ξύλα, ξυλάδικο … Dictionary of Greek